- ξυνώς
- ξυνῶς (Α)επίρρ. βλ. ξυνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυνῶς — ξῡνῶς , ξυνός common adverbial ξυνόω cause to participate pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνός — ξυνός, ή, όν (Α) (επικ. και ιων. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει από κοινού σε όλους, δημόσιος, καθολικός, κοινός («γαῑα δ ἔτι ξυνὴ πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Αρη, τον Ενυάλιο, τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο) αμερόληπτος, αδέκαστος, αυτός που δεν … Dictionary of Greek